Κάποια στιγμή σηκώνομαι και κοιτάω έξω απ' το παράθυρο. Έχει ξημερώσει.
Πέρασαν ώρες ολόκληρες χωρίς να το καταλάβω.
"Σήκω να δεις..." σου λέω.
Σηκώνεσαι λίγο βαριεστημένα, πλησιάζεις και κοιτάς στον ουρανό.
Χαμογελάς σχεδόν ανεπαίσθητα, κάτι σκέφτεσαι είμαι σίγουρη.
"Ντύσου και φύγαμε." μου λες.
Ντύνομαι πράγματι σε χρόνο ρεκόρ και λίγο πριν φτάσουμε στην εξώπορτα σε ρωτάω:
"Πού πάμε?"
"Όπου μας βγάλει." απαντάς και δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργο.
Στο δρόμο στρίβεις τσιγάρο, έχει ακόμα υγρασία στην άσφαλτο και δεν κυκλοφορεί ψυχή.
Υπάρχουν μόνο 2-3 αγουροξυπνημένοι γείτονες που πίνουν καφέ στο μπαλκόνι και μας κοιτάνε περίεργα, λες κι είμαστε τρελοί.
Αλήθεια όμως δεν με νοιάζει καθόλου η γνώμη τους.
Είμαστε άυπνοι, με κόκκινα μάτια, αλλά χαρούμενοι όσο ποτέ. Σαν παιδιά που τα κέρασαν μια επίσκεψη σε λούνα παρκ...
Περπατάμε μέχρι την πλατεία για να την παρατηρήσουμε άδεια. Καθόμαστε σ' ένα παγκάκι, είναι απ' τις ελάχιστες φορές που δεν βάζουμε μουσική. Λες και η ησυχία που ακούγεται το ξημέρωμα είναι αρκετή...
Σου δείχνω ένα σύνθημα στον τοίχο, περιέργως όμως δεν στρέφεις το βλέμμα σου εκεί.
Εντυπωσιάζομαι γιατί αγαπάς υπερβολικά τα πολιτικά σου πιστεύω.
Εσύ όμως κοιτάς εμένα... Ξέρω τι σκέφτεσαι, ξέρω τι θες να πεις.
Κάποιες φορές ζωντανεύουν πράγματα που δεν φανταζόσουν ποτέ ότι θα ζήσεις.
Τότε κάθε λέξη είναι περιττή...
Τότε κάθε λέξη είναι περιττή...