Συζητούν. Για τον Θεό, την πολιτική, την μουσική και τις εμπειρίες τους -καλές και κακές-. Πίνουν σκέτο καφέ για να μην αποκοιμηθούν, κοντεύει να ξημερώσει άλλωστε. Αγαπούν την ανατολή του ήλιου. Γεμίζει το δωμάτιο με ένα διακριτικό φως. Όχι αυτό που σε ξυπνάει, αλλά εκείνο που σε κάνει απλώς να βλέπεις.
Κάπου στα μισά της κουβέντας τους μοιράζονται πράγματα προσωπικά, απ' αυτά που δεν τα ξεστομίζεις εύκολα. Στεναχωριούνται και παράλληλα προσπαθούν να βρουν την θετική πλευρά των καταστάσεων. Αυτή είναι που θα τους κάνει να πάνε ένα βήμα πιο πέρα, να ρισκάρουν...
Η κοπέλα και ο τύπος γουστάρουν πολύ τις ταράτσες, τα κεραμίδια και γενικώς κάθε τι υπερυψωμένο. Ίσως επειδή η Αθήνα δείχνει όμορφη από ψηλά την νύχτα. Δεν φαίνεται το γκρίζο της, αλλά μόνο τα φωτάκια.
Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει κάποιος που φεύγει και κάποιος άλλος που μένει πίσω. Η διαφορά από ιστορία σε ιστορία βρίσκεται στο αν αυτός που περιμένει θα ξεχάσει ή θα κάνει υπομονή.
Η κοπέλα μελαγχολεί για μια στιγμή... Κοιτάζει το πάτωμα με βλέμμα χαμένο.
Ο τύπος λέει μόνο μια φράση : "Τα όνειρα είναι τζάμπα. "
Κι έτσι απλά γίνεται ένα μαγικό κλικ και οι αναλύσεις σταματούν...